μούσκουλη
Смотреть что такое "μούσκουλη" в других словарях:
μούσκλι — και μούσκλο και μούσκουλο, το και μούσκουλη, η ονομασία διαφόρων ειδών βρύων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μούσκλ ιον < μούσκλη < *μούσκλος < λατ. musculus «μικρό ποντίκι»] … Dictionary of Greek